
επισχεση εργασίας
επισχεση εργασίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης σε εργατική διαφορά, το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας ασκείται και ατύπως. Ωστόσο, η επίσχεση εργασίας για να επιφέρει έννομα αποτελέσματα, θα πρέπει να είναι σαφής και να συνδέεται με ληξιπρόθεσμη υποχρέωση του εργοδότη.
Κατά τη σαφή ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 325 και 329 του ΑΚ, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του για την εξασφάλιση ληξιπρόθεσμης αξίωσης του κατά του εργοδότη, που απορρέει από την εργασία του που έχει ήδη προσφέρει και εκτελέσει.
Με την άσκηση του δικαιώματος του για επίσχεση της εργασίας του, ο εργαζόμενος αρνείται την παροχή της (εργασίας), μέχρις ότου ο εργοδότης εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από την εργασιακή σύμβαση και το νόμο. Τέτοιες εργοδοτικές υποχρεώσεις είναι κατά κανόνα εκείνες που σχετίζονται με την καταβολή οφειλόμενων αποδοχών του εργαζομένου. Μπορεί όμως ο εργαζόμενος να ασκήσει το προκείμενο δικαίωμα του για την εξασφάλιση και άλλων αξιώσεων του από την εργασιακή σύμβαση και το νόμο.
Το δικαίωμα επισχέσεως ασκείται καταρχήν ατύπως. Για να είναι όμως η περί (επισχέσεως) δήλωση πλήρης και να επιφέρει τα έννομα της αποτελέσματα, πρέπει να είναι σαφής, να συναρτάται ρητώς προς ληξιπρόθεσμη υποχρέωση του υπερήμερου εργοδότη και να απορρέει από έγκυρη εργασιακή σύμβαση. Από τη στιγμή που ο εργαζόμενος θα εκφράσει προς τον εργοδότη τη βούληση του για άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως, ο τελευταίος καθίσταται υπερήμερος, με όλες τις μετέπειτα σε βάρος του συνέπειες.
Το δικαίωμα επισχέσεως μπορεί να ασκηθεί έναντι κάθε εργοδότη, όμως αυτό υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Καταχρηστικά ασκείται το δικαίωμα επισχέσεως όταν προβάλλεται έναντι αξιόπιστου εργοδότη και επιδιώκει την ικανοποίηση αμφισβητούμενης εργασιακής απαίτησης.
Πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες αυτού, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους καθυστέρησης πληρωμής τους. Συνεκτιμάται επίσης το μέγεθος της ζημίας που υφίσταται ο εργοδότης από την άσκηση του πιο πάνω εργασιακού δικαιώματος, καθώς και ο χρόνος που αυτό ασκείται.
Περαιτέρω, όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ύστερα από νόμιμη δήλωση ότι ασκεί δικαίωμα επίσχεσης, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να θεωρήσει λυμένη τη σύμβαση εργασίας και εφόσον αποκρούει την προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου, χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης (καταβολή αποζημίωσης και έγγραφη καταγγελία), καθίσταται υπερήμερος. Ακόμη, μόνη η καθυστέρηση από τον εργοδότη να καταβάλει τις αποδοχές που οφείλει στους μισθωτούς του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Εάν όμως η μη πληρωμή των αποδοχών είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή όταν προέρχεται από κακοτροπία του εργοδότη ή γίνεται δολίως από αυτόν, με σκοπό να εξαναγκασθεί ο μισθωτός να αποχωρήσει από την εργασία του χωρίς να λάβει αποζημίωση, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι πρόκειται για μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, οπότε ο μισθωτός δικαιούται να αποχωρήσει από την εργασία του και να ζητήσει να λάβει την αποζημίωση της απόλυσης.
Η βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ποικίλλει στην πράξη, κυρίως όμως είναι οικονομική ή ηθική, η δε ζημία για το μισθωτό μπορεί να είναι υλική ή ηθική, άμεση ή έμμεση. Πάντως, η κρίση περί βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας ανήκει σε κάθε περίπτωση στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και πρέπει να έχει μόνιμο χαρακτήρα.