αποδεικτικό μέσο
αποδεικτικό μέσο. Κι όμως το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Σάμου έκρινε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο φωτογραφίες οι οποίες εμφάνιζαν τον παραβάτη να τελεί το αδίκημα της υπεξαίρεσης για το οποίο κατηγορείτο.
Συγκεκριμένα κατά το σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης, φωτογραφίες ως τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα για την τέλεση αξιόποινης πράξης, προερχόμενες από κάμερες κλειστού κυκλώματος εγκατεστημένες σε κατάστημα χωρίς άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων μπορούν να ληφθούν υπόψη και για τον λόγο αυτό ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος με την υπ’αριθμ. 634/2012 απόφαση.
Παρακάτω σας παρατίθεται μέρος του σκεπτικού της απόφασης.
..Στην προκειμένη περίπτωση με τη σχετική ένσταση, ο κατηγορούμενος ζητεί να μη ληφθούν υπόψη κατ’ άρθρο 177 §2 ΚΠΔ από το Δικαστήριο σειρά φωτογραφιών (με αριθμό αναγνωστέου 5), οι οποίες προέρχονται από κλειστό κύκλωμα καταγραφής βίντεο, το οποίο λειτουργεί εντός του καταστήματος (ψησταριά) της παθούσας, για το λόγο ότι είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο, αφού το συγκεκριμένο σύστημα λειτουργούσε χωρίς άδεια από την ΑΠΔΠΧ και κατέγραφε κοινόχρηστο χώρο (μέρος της πλατείας στην είσοδο του καταστήματος).
Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη πρέπει η κρινόμενη ένσταση να απορριφθεί, καθώς στην υπό κρίση υπόθεση οι συγκεκριμένες φωτογραφίες, που προέρχονται από το βίντεο του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, αν και αποτελούν απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο (αφού η εγκατάσταση δεν είχε τη σχετική άδεια), ωστόσο αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως αποδεικτικό μέσο στο οποίο το θύμα δύναται να στηρίξει την καταγγελία του, καθώς λόγω της ώρας τέλεσης του αδικήματος δεν υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες.
Επικουρικά δε πρέπει να τονιστεί ότι, αν και η συγκεκριμένη κάμερα λειτουργούσε εντός χώρου εστίασης, που απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 19 §4 της οδηγίας 1/2011 της ΑΠΔΠΧ, ωστόσο στην προκείμενη περίπτωση χρήζουν εφαρμογής οι παράγραφοι 1 και 2 του πιο πάνω άρθρου, που καθιστούν επιτρεπτή τη νόμιμη λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Και αυτό διότι η συγκεκριμένη κάμερα, ήταν τοποθετημένη έτσι ώστε να καταγράφει κινήσεις στο σημείο εισόδου και εξόδου του καταστήματος και στο ταμείο αυτού για την προστασία των αγαθών της επιχείρησης, αφού η λειτουργία της αφορούσε μόνο τις νυχτερινές ώρες, που το κατάστημα δε λειτουργούσε, και, συνεπώς, δεν καταγράφονταν κινήσεις πελατών ή υπαλλήλων. Επομένως, κρίνεται ορθότερη η εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του ως άνω άρθρου, που καθιστούν επιτρεπτή τη χρήση του συγκεκριμένου υλικού.
Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω πρέπει η σχετική ένσταση του κατηγορουμένου να απορριφθεί και να χαρακτηρισθεί ως νόμιμη η δικονομική αξιοποίησή των συγκεκριμένων φωτογραφιών, του μοναδικού αποδεικτικού μέσου από το οποίο προκύπτει η άδικη πράξη, πρωτίστως διότι στην προκειμένη περίπτωση το παραβιασθέν συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου στα προσωπικά του δεδομένα (άρθρο 9Α Συντ.) δεν άπτεται άμεσα του σκληρού πυρήνα της προσωπικής του σφαίρας (δεδομένου ότι οι κάμερες κλειστού κυκλώματος κατέγραφαν τις κινήσεις του σε δημόσιο χώρο και όχι στην οικία του), ενώ επιβάλλεται και από την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας καθώς σε αντίθετη περίπτωση η εν λόγω απαγόρευση θα οδηγούσε σε κατάργηση του δικαιώματος του πολίτη σε δικαστική ακρόαση και προστασία (άρθρο 20 §1 Συντ.), αφού δε θα μπορούσε να γίνει χρήση του μοναδικού αποδεικτικού μέσου στο οποίο βασίζεται η καταγγελία του, με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη και η ανθρώπινη αξία στο πρόσωπο του απροστάτευτου θύματος αξιοποίνων πράξεων, ήτοι αγαθών υπέρτερων, που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας.
Σ’ αυτήν την περίπτωση η συμπεριφορά του δράστη, όπως αποτυπώθηκε στην κάμερα κλειστού κυκλώματος, δεν αποτελεί ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του, αλλά συνέχιση της κατάπτωσής της, που άρχισε με το έγκλημα και γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει συνταγματικής διαφύλαξης.