αχρεωστήτως καταβληθέντα
αχρεωστήτως καταβληθέντα. Ένα τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα έχει ανακύψει μέσα στα χρόνια του Μνημονίου και της οικονομικής κρίσης, το οποίο έχει γιγαντωθεί άρδην ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό αναφορικά με την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθείσων παροχών από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς στην προσπάθεια τους κράτους να συγκεντρώσει οικονομικούς πόρους προκειμένου να τακτοποιηθούν οι υποχρεώσεις του, οι απορρέουσες από τις δανειακές συμβάσεις με τους δανειστές μας.
Αναφέρομαι αφενός στις αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές οι οποίες εισπράχθηκαν παράνομα από συνταξιούχους ή ασφαλισμένους, ήτοι αυτοί οι οποίοι συνέχισαν να λαμβάνουν την σύνταξη γήρατος συγγενικού τους προσώπου το οποίο όμως είχε αποβιώσει από καιρό και αυτοί οι οποίοι λάμβαναν σύνταξη χηρείας και ξαναπαντρεύτηκαν χωρίς όμως να γνωστοποιήσουν την μεταβολή αυτή στον οργανισμό ή εργάζονταν «μαύρα» και λάμβαναν παράλληλα σύνταξη και αφετέρου στους συνταξιούχους αυτούς ή ασφαλισμένους οι οποίοι εισέπραξαν αχρεωστήτως ποσά πλην όμως καλόπιστα.
Στην 1η περίπτωση ορθώς το ΙΚΑ ή άλλος Οργανισμός καταλόγισε, εφόσον αποδείχθηκε η παράνομη πράξη, εις βάρος αυτού/ής που εισέπραξε τις αχρεωστήτως ληφθείσες παροχές. Στην 2η όμως περίπτωση σκεφθείτε την συναισθηματική κατάσταση στην οποία θα περιέλθει ένας συνταξιούχος/α ή ασφαλισμένος/η όταν θα λάβει γνώση, δια ταχυδρομικής επιστολής από τον ασφαλιστικό οργανισμό, της πράξης καταλογισμού αχρεωστήτως εισπραχθένος ποσού χωρίς προηγούμενη κλήση του για ακρόαση.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Σύμφωνα με το υπ’αριθμ. Πρωτ. Σ81/23/20-06-2012 γενικό έγγραφο του Ι.Κ.Α. με θέμα: «Αναζήτηση των παροχών (συντάξεων) σε χρήμα που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.», αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
Όπως είναι γνωστό, στο άρθρο 40 παρ. 4 εδ. α΄ ΑΝ 1846/51 ορίζεται ότι: «Πάσα παροχή εις χρήμα αχρεωστήτως καταβληθείσα υπό του ΙΚΑ ως και η αξία των εις είδος τοιούτων…επιστρέφονται εντόκως προς 5%, αναζητούνται δε κατά τας διατάξεις περί αναγκαστικής εισπράξεως των καθυστερούμενων εισφορών του Ιδρύματος.»…
Για την εφαρμογή της παλαιότερης νομολογίας του ΣτΕ, είχε επισημανθεί ότι δεν αναζητούνται παροχές που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στους συνταξιούχους παρά μόνο εφόσον διαπιστώνεται υπαιτιότητά τους και μάλιστα ανεξαρτήτως του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος (εγκύκλιος 80/73, Γ.Ε. Σ81/10/6.3.1987), σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί παραγραφής (εγκύκλιος 87/1998).
Η νεότερη νομολογία του ΣτΕ (1179/1993, 2488/1993, 1917/1993, 387/1993, 237/2000 κ.ά.) δεν έχει αποκλείσει την αναζήτηση ακόμα και των καλοπίστως –πλην αχρεωστήτως– εισπραχθεισών παροχών σε χρήμα στις περιπτώσεις που το χρονικόδιάστημα που έχει μεσολαβήσει μεταξύ της λήψης και της αναζήτησης είναι εύλογο (βρίσκεται εντός πενταετίας), με εξαίρεση τις περιπτώσεις αποδεδειγμένης αδυναμίας επιστροφής των ποσών από τους οφειλέτες (Γ.Ε. Σ81/3/1.2.2005, Σ81/12/10.3.2006).
Ωστόσο, επειδή κατά την εφαρμογή των σχετικών οδηγιών διαπιστώθηκαν αποκλίσεις ως προς την εκτίμηση του στοιχείου του δόλου, που αποτελεί κρίσιμο λόγο για την αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, η Διοίκηση, για λόγους ίσης μεταχείρισης και χρηστής διοίκησης, όρισε ότι αναζητούνται πλέον εντός δεκαετίας παροχές που καταβλήθηκαν στους συνταξιούχους αχρεωστήτως μόνο στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται δόλος, επισημαίνοντας όμως παράλληλα ότι θα πρέπει να επιδεικνύεται η μέγιστη δυνατή προσοχή για την αποφυγή υπηρεσιακών λαθών που ζημιώνουν οικονομικά το Ίδρυμα (Γενικό Έγγραφο Σ81/44/2.10.2006).
Ωστόσο, τόσο η διατύπωση του άρθρου 40 παρ. 4 εδ. α΄ ΑΝ 1846/51, που δεν διακρίνει μεταξύ καλόπιστης ή μη είσπραξης, αλλά αρκείται μόνο στο γεγονός της αχρεώστητης καταβολής προκειμένου να επιβάλει έντοκη αναζήτηση, όσο και το πλήθος των περιπτώσεων χορήγησης παροχών αχρεωστήτως καθώς και το μέγεθος της οικονομικής ζημίας του Ιδρύματος, σε συνδυασμό με το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, υποχρεώνουν τη Διοίκηση να επανεκτιμήσει τα δεδομένα και να προσαρμόσει πλέον οριστικά τη θέση του Ιδρύματος στο ισχύον νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο.
Συνεπώς, ορίζεται ότι στο εξής, αναζητείται εντόκως κάθε παροχή που καταβλήθηκε αχρεωστήτως. Η εκτίμηση εάν πρόκειται για καλόπιστη ή μη είσπραξη καθορίζει μόνο την έκταση της παραγραφής και το χρόνο έναρξης επιβολής του τόκου και όχι το ζήτημα της αναζήτησης.
Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει το εν λόγω έγγραφο του Ι.Κ.Α., η επίκληση από τους οφειλέτες οικονομικής αδυναμίας, προκειμένου να μην αναζητηθούν από την υπηρεσία εντός πενταετίας ποσά που εισέπραξαν αχρεωστήτως καλή τη πίστει, είναι ζήτημα που μπορεί να κριθεί από την Τοπική Διοικητική Επιτροπή του Υποκαταστήματος και, σε περίπτωση απόρριψης, από τα διοικητικά δικαστήρια, όχι όμως από τα ασφαλιστικά όργανα, τα οποία είναι αρμόδια για την έκδοση της Απόφασης καταλογισμού.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Όταν ένας συνταξιούχος ή ασφαλισμένος εισπράττει από τον ασφαλιστικό οργανισμό σύνταξη ή κάποιο επίδομα που δεν το δικαιούται ολόκληρο ή καθόλου σύμφωνα με την ασφαλιστική νομοθεσία, αλλά το εισέπραττε καλόπιστα είτε ευρισκόμενος σε πλάνη είτε από άγνοια νόμου λόγω του μειωμένου μορφωτικού του επιπέδου, θα πρέπει η Τοπική Διοικητική Επιτροπή αλλά και τα δικαστήρια όλων των βαθμών να προβάλλουν το ανθρώπινό τους πρόσωπο και να μην καταλογίσουν επ ουδενί την αχρεωστήτως καταβληθείσα παροχή, ιδίως δε όταν αυτή η επιστροφή θα επιφέρει απρόβλεπτες και δυσμενείς οικονομικές συνέπειες στο υπόχρεο φυσικό πρόσωπο, ιδιαιτέρως όταν τίθεται πλέον για τον υπόχρεο/η ζήτημα βιοπορισμού ενόψει και της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στην χώρα μας. Εξάλλου όπως δέχεται και η σχετική απόφαση 154/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ..κατά τα κοινώς γνωστά, ενόψει της πολυπλοκότητας και της εκτεταμένης περιπτωσιολογίας των διάσπαρτων διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας καθίσταται δυσχερές, αν όχι αδύνατο σε πολλές περιπτώσεις, στον ασφαλισμένο να διακρίνει και να εντοπίσει από μόνος του το είδος και μέγεθος του ασφαλιστικού του δικαιώματος ή τις συνέπειες παράλειψης ενεργειών του, στις οποίες πιθανόν δεν γνώριζε ότι θα έπρεπε να είχε προβεί.
Τέλος, κατά την γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, η αναζήτηση περιοδικών ασφαλιστικών παροχών, που έχουν ληφθεί παράνομα πλην καλόπιστα από ασφαλισμένο, αποκλείεται μετά την πάροδο ικανού χρόνου από τη λήψη τους, εκτός αν ο εισπράξας τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο, ο οποίος πρέπει να βεβαιώνεται με πλήρως αιτιολογημένη κρίση.
(Το παρόν άρθρο μου δημοσιεύθηκε την 15/03/2015 στην εφημερίδα “τύπος Θεσσαλονίκης”)
Για οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με το ανωτέρω ζήτημα, επικοινωνήστε μαζί μας στο 6972 500814
αχρεωστήτως καταβληθέντα, αχρεωστήτως καταβληθέντα, αχρεωστήτως καταβληθέντα, αχρεωστήτως καταβληθέντα, αχρεωστήτως καταβληθέντα