
τελευταία νέα για ελβετικό φράγκο
τελευταία νέα για ελβετικό φράγκο. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’αριθμ. 3189/2020 απόφασή του σε υπόθεση δανεισμού σε ελβετικό φράγκο, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επί των προδικαστικών ερωτημάτων που απευθύνθηκαν με την υπ’ αριθ. 1599/2020 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου.
Έτσι με αυτόν τον τρόπο υιοθέτησε κατά πλειοψηφία την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σχετικά με τη δυνατότητα ελέγχου καταχρηστικότητας των όρων των δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο.
Ειδικότερα στο σκεπτικό της ανωτέρω απόφασης αναφέρονται τα εξής:
Ήδη επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2018 αγωγής που αφορούσε στα ίδια νομικά ζητήματα αναφορικά με τοκοχρεολυτικό στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1599/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προδικαστικό ερώτημα σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, με το εξής περιεχόμενο:
1) Κατά την έννοια του άρθρου 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ που προβλέπει δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, μπορεί ένα κράτος μέλος να μην ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και να επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο και ρητρών που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου;
2) Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της Οδηγίας 93/13/ΕΚ αν και δεν εισήλθε ρητά στο Ελληνικό δίκαιο εισήλθε έμμεσα σύμφωνα με το περιεχόμενο των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της ανωτέρω Οδηγίας, όπως αυτό μεταφέρθηκε στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 22541/1994,
3) Στην έννοια των καταχρηστικών όρων και του εύρους τους όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 93/13 περιέχεται η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της οδηγίας 93/13,
4) Καταλαμβάνεται από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας γενικού όρου συναλλαγής κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΚ ο όρος σε πιστωτική σύμβαση που συνάπτει καταναλωτής με πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος αποδίδει το περιεχόμενο κανόνα ενδοτικού δικαίου του κράτους μέλους, εφόσον ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγμάτευσης.
Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης επί των προδικαστικών ερωτημάτων με το ανωτέρω περιεχόμενο, έλαβε ημερομηνία κατάθεσης 05-06-2020, αναρτήθηκε στον διαδικτυακό τόπο του ΔΕΕ και έλαβε αριθμό υπόθεσης ……/20-1 επί της οποίας αναμένεται η έκδοση απόφασης του ΔΕΕ.
Τι προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης);
Όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης, “Κατά το άρθρ. 267 ΣΛΕΕ (Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), πρώην άρθρ. 234 ΣΕΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας) και παλαιότερα άρθρ. 177 ΣΕΟΚ (Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας), τα δικαστήρια των κρατών μελών, στα οποία ανακύπτει, σε εκκρεμή σ’ αυτά υπόθεση, ζήτημα ερμηνείας του πρωτογενούς ή δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή και των Οδηγιών (ΔΕΚ 11.5.2006, Friesland Coberco Dairy Foods, C-l 1/2005, Συλλ 2006.1-4285, σκέψεις 35 και 37) μπορούν ή και υποχρεούνται, αν πρόκειται για δικαστήριο, του οποίου οι αποφάσεις δενυπόκεινται σε ένδικα μέσα κατά το εσωτερικό δίκαιο του αντίστοιχου κράτους μέλους, να παραπέμψουν το σχετικό ζήτημα, με προδικαστική απόφασή τους, στο Δικαστήριο της Ένωσης για να αποφανθεί ως προς το ερμηνευτικό αυτό ζήτημα, εφόσον κατά την ανέλεγκτη κρίση τους (ΔΕΚ 18.7.2007, Ministero dell’ Industria, C-l 19/2005, Συλλ 2007.1-06199, σκέψη 43, ΟλΑΠ 19/1999) θεωρούν ότι για την έκδοση της δικής τους απόφασης είναι αναγκαία προηγουμένως η έκδοση ερμηνευτικής απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ πρώην ΔΕΚ).
Καθιερώνεται έτσι με το θεσμό της προδικαστικής παραπομπής μια διαδικασία συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου της Ένωσης, με κύριο στόχο τη διασφάλιση της ομοιομορφίας του δικαίου της Ένωσης, η οποία εξυπηρετεί και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εμπλεκόμενων φυσικών και νομικών προσώπων, αφού η αρχή αυτή ασφαλώς απειλείται, αν ον ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται διαφορετικά στα κράτη μέλη της Ένωσης (ΟλΑΠ 16/2013).
Κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης το Δικαστήριο περιορίζεται στην αποσαφήνισή του και δεν επεκτείνεται στην εφαρμογή του στην ένδικη υπόθεση, η οποία παραμένει έργο αποκλειστικά του εθνικού δικαστηρίου, όπως άλλωστε και η ερμηνεία του εθνικού δικαίου.
Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα, που απευθύνονται από τα εθνικά δικαστήρια, απολαύουν του τεκμηρίου λυσιτέλειας στο κανονιστικό και πραγματικό πλαίσιο της εκκρεμούς υπόθεσης, που αυτά προσδιορίζουν με ευθύνη τους και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το ενωσιακό Δικαστήριο (ΔΕΚ 15.5.2003, Salzmann, C-300/2001, Συλλ 2003.1-4899, σκέψεις 29 και 31), ούτε και μπορεί αυτό να αρνηθεί να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, εκτός αν ολοφάνερα προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, που ζητεί το εθνικό δικαστήριο, δεν έχει σχέση με το αντικείμενο της εκκρεμούς σ’ αυτό κύριας δίκης ή πρόκειται για πρόβλημα υποθετικής φύσης ή δεν έχουν παρασχεθεί στο Δικαστήριο της Ένωσης τα αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία για να δώσει αυτό χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (ΔΕΚ 22.6.2006, Conseil General de la Viene, C-419/2004, Συλλ 2006.1-5645, σκέψη 19).
Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ένωσης αναφορικά με τα προδικαστικά ερωτήματα είναι εξ άλλου δεσμευτική τόσο για το εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε το σχετικό ερώτημα, όσο και για όλα τα εθνικά δικαστήρια που τυχόν θα δικάσουν στη συνέχεια την ίδια υπόθεση.
Η δεσμευτικότητα της απόφασης αυτής δεν προβλέπεται μεν ρητά στη Συνθήκη της Ένωσης, είναι όμως αναμφίβολη, αφού μόνον έτσι εξυπηρετείται ο σκοπός της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, για τις ανάγκες της οποίας επιτρέπεται και νέα παραπομπή του ζητήματος στο Δικαστήριο της Ένωσης, αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι αντιμετωπίζει δυσχέρειες κατανόησης ή εφαρμογής της απόφασης που εκδόθηκε ήδη σε προηγούμενο προδικαστικό ερώτημα ή όταν υποβάλλεται στο Δικαστήριο νέο νομικό ζήτημα ή νέα στοιχεία, ικανά να το οδηγήσουν σε διαφορετική απάντηση σε ερώτημα που ήδη υποβλήθηκε (ΔΕΚ 11.6.1987, Pretore di Salo, 14/1986, Συλλ 1987.2545, σκέψη 12).
Παρέπεται ότι η άρνηση ή η παράλειψη του εθνικού δικαστηρίου να κρίνει την εκκρεμή σ’ αυτό υπόθεση με βάση την ερμηνεία, που δόθηκε στο ενωσιακό δίκαιο από το Δικαστήριο της Ένωσης, συνιστά παράβαση του δικαίου αυτού, η οποία στην Ελλάδα ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 των άρθρ. 559 ή 560 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 16/2013).
τελευταία νέα για ελβετικό φράγκο, τελευταία νέα για ελβετικό φράγκο, τελευταία νέα για ελβετικό φράγκο, τελευταία νέα για ελβετικό φράγκο