
Αποκτήματα γάμου
Αποκτήματα γάμου. Τι προβλέπει ο Αστικός Κώδικας αναφορικά με την συμμετοχή τους ενός συζύγου στα αποκτήματα του άλλου; – 1400 ΑΚ
Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο Γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.
Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια.
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απόκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.
Τι νοείται ως αύξηση της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου συζύγου;
“Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία).
Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.
Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται, στην περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής, εάν προκύπτει διαφορά μεταξύ του χρόνου αυτού και του χρόνου της αμετάκλητης λύσης του γάμου ή της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης (ΑΠ 528/2015, ΑΠ 1029/2013 ΝΟΜΟΣ).
Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση.
Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής, αλλά αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο (ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 3/2016 ΝΟΜΟΣ).
Εάν, όμως, ο δικαιούχος σύζυγος εκθέτει στην αγωγή, ότι κατά το χρόνο τελέσεως του γάμου ο υπόχρεος είχε περιουσία, αποτελούμενη από ακίνητα, είναι απαραίτητη η αναφορά της κατά το χρόνο αυτό αξίας τους, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι μεγάλη ή μικρή, καθόσον δεν νοείται “μηδενική” αξία αυτών (ΑΠ 1165/2015, ΑΠ 593/2008 ΝΟΜΟΣ), οπότε ο εναγόμενος μπορεί να ισχυριστεί κατ` ένσταση, ότι αντικείμενα της αρχικής περιουσίας δεν είναι μόνο τα αναφερόμενα στην αγωγή, αλλά και άλλα τα οποία αυτός περιγράφει στον ισχυρισμό του.
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, εάν ο δικαιούχος σύζυγος, στην περί αποκτημάτων αγωγή του, αναφέρει την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων στον υπόχρεο σύζυγο κατά την τέλεση του γάμου τους, ήτοι την ύπαρξη αρχικής περιουσίας, το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του ως προς το ζήτημα της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου κατά τη διάρκεια του γάμου, θα λάβει υπόψη την ύπαρξη της επικαλούμενης αρχικής περιουσίας αυτού, ανεξάρτητα από την προβολή ισχυρισμού από τον εναγόμενο υπόχρεο σχετικά με την ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή διαφοροποίησης των στοιχείων αυτής που περιλαμβάνονται στην αγωγή (ΑΠ 1247/2019, ΑΠ 1841/2017, ΑΠ 1357/2015 ΝΟΜΟΣ).
Ενόψει, όμως, του ότι, κατά την ως άνω διάταξη, προϋπόθεση γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου είναι η κατά τη διάρκεια του γάμου αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, δεν αποτελεί απόκτημα με την προαναφερθείσα έννοια οτιδήποτε αποκτήθηκε από τον σύζυγο πριν από την τέλεση του γάμου ή κατά τη διάρκεια μεν αυτού, από αιτία όμως που προϋπήρχε, όπως αυτό συμβαίνει σε περίπτωση είσπραξης από το σύζυγο διαρκούντος του γάμου μιας απαίτησης, η αιτία της οποίας είχε γεννηθεί πριν από την τέλεσή του.
Ο δικαιολογητικός λόγος της προαναφερόμενης εξαίρεσης είναι ο ίδιος που αποκλείει τον υπολογισμό στα αποκτήματα των αποκτηθέντων από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία και συνίσταται στο ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Εάν όμως ένα περιουσιακό στοιχείο που απέκτησε ο σύζυγος από προϋπάρχουσα του γάμου αιτία, αξιοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού, θεωρείται απόκτημα και εφόσον ο άλλος σύζυγος συνέβαλε στην εν λόγω αξιοποίηση, έχει, συντρεχουσών και των λοιπών προβλεπομένων από την προαναφερθείσα διάταξη προϋποθέσεων, αξίωση συμμέτοχης στην εκ μέρους του επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου (ΑΠ 1697/2018, ΑΠ 2042/2013 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Κατά το χρόνο δε γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου (ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 3/2016, ΑΠ 1357/2015 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, ως προς το στοιχείο της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, το είδος της συμβολής, η αξία της και ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτής με την αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου.
Η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνον στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.
Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής, ενώ δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του ή σε μικρότερο ποσοστό (ΕΦ ΑΙΓ 100/2020 ΝΟΜΟΣ).“
Τι προβλέπεται στην περίπτωση θανάτου και στην περίπτωση ύπαρξης κληρονόμων; – 1401 ΑΚ
Σύμφωνα με το άρθρο 1401 ΑΚ, η αξίωση του προηγούμενου, άρθρου δεν γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε. Επίσης δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωρισθεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή.
Πότε παραγράφεται η αξίωση για την συμμετοχή στα αποκτήματα του γάμου; – 1401 ΑΚ
Η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου.
Διαβάστε επίσης: Τι πρέπει να γνωρίζω για την διατροφή και επιμέλεια των τέκνων;