Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση
Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση. Με το παρόν άρθρο σας παρατίθεται το σκεπτικό απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το οποίο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ενός φυσικού προσώπου το οποίο προσέφυγε στην δικαιοσύνη κατά παρόχου τηλεφωνικών επικοινωνιών και άλλων υπηρεσιών, διότι όπως εξηγεί στην αγωγή του, η ανωτέρω εταιρία προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του, καθόσον με τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις και παραλείψεις, που οφείλονται σε βαριά αμέλειά της, δεν διαφύλαξε το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, αφού κατά το επίδικο χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην αγωγή του, είχε εγκατασταθεί και λειτουργούσε παράνομα στις εγκαταστάσεις της άγνωστο παρείσακτο λογισμικό, μέσω του οποίου, εν αγνοία αυτού και παρά τη θέλησή του (ενάγοντος), είχε παγιδευτεί το προαναφερόμενο κινητό του τηλέφωνο.
Επιπρόσθετα αναφέρει οτι, λόγω των υποκλοπών, παρακολουθούνταν οι επαγγελματικές του συνομιλίες με Υπουργούς, στελέχη της Αστυνομίας και φορείς των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και οι προσωπικές του συνομιλίες με φίλους και συγγενείς.
Παρακάτω σας παρατίθενται αυτούσια αποσπάσματα της απόφασης που εξέδωσε το Εφετείο Αθηνών το έτος 2019, το οποίο δέχθηκε την έφεση του ανωτέρω φυσικού προσώπου.
Ειδικότερα: “Στην συγκεκριμένη υπόθεση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, στην από 18-01-2010 και με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2010 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/22-02-2010 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, ιστορούσε, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της και κατά τα αποτελούντα αντικείμενο της παρούσας δίκης πραγματικά περιστατικά ότι κατά το από 10-10-1998 έως 26-03-2006 χρονικό διάστημα, ήταν αποκλειστικός χρήστης του αναφερομένου κινητού τηλεφώνου, το οποίο του χορηγήθηκε από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, λόγω της ιδιότητας του ως ανώτατου στελέχους της Ελληνικής Αστυνομίας, το οποίο χρησιμοποιούσε τόσο για επαγγελματικούς όσο και για προσωπικούς λόγους.
Δείτε εδώ συνέντευξη για προστασία από παραβίαση προσωπικών δεδομένων
Ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία « …..», η οποία ήταν η πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών του εν λόγω κινητού τηλεφώνου, δια του δευτέρου των εναγομένων …….., νομίμου εκπροσώπου της και των προστηθέντων στην υπηρεσία αυτής προσώπων, προσέβαλε παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά του, καθόσον με τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις και παραλείψεις, που οφείλονται σε βαριά αμέλειά της, δεν διαφύλαξε το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, αφού κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2004 έως τον Μάρτιο του έτους 2005, είχε εγκατασταθεί και λειτουργούσε παράνομα στις εγκαταστάσεις της άγνωστο παρείσακτο λογισμικό, μέσω του οποίου, εν αγνοία αυτού και παρά τη θέλησή του (ενάγοντος), είχε παγιδευτεί το προαναφερόμενο κινητό του τηλέφωνο.
Ότι λόγω των υποκλοπών, παρακολουθούνταν οι επαγγελματικές του συνομιλίες με Υπουργούς, στελέχη της Αστυνομίας και φορείς των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά και οι προσωπικές του συνομιλίες με φίλους και συγγενείς.
Ότι ειδικότερα, η εναγομένη από βαριά αμέλειά της, δεν έλαβε μέτρα επαρκούς ασφαλείας αποτροπής εγκατάστασης και εντοπισμού αυτού του παράνομου λογισμικού στο δίκτυό της , παρέλειψε να διενεργήσει τακτικούς ελέγχους και δεν ενημέρωσε άμεσα, όπως όφειλε, αμέσως μετά τον εντοπισμό του ως άνω λογισμικού, ούτε τον ίδιο, αλλά ούτε και την αρμόδια Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.ΑΕ.), σχετικά με την διαπίστωση αυτή της παρακολουθήσεως των συνομιλιών του, αλλά, αντίθετα δόθηκε στη δημοσιότητα, μεταξύ άλλων, δια του τύπου το όνομά του, ως συνδρομητή, του οποίου οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις είχαν υποκλαπεί.
Ότι, επιπλέον, μολονότι στη συνέχεια η εναγομένη ανακάλυψε την παρείσφρηση αυτού του λογισμικού στο δίκτυό της, επιχειρώντας να συγκαλύψει την ευθύνη της, το απομάκρυνε αυθαίρετα και παράνομα, με αποτέλεσμα οι δράστες να ειδοποιηθούν για την ανακάλυψη του παράνομου λογισμικού, πριν την επέμβαση των αρμόδιων αρχών και να καταστεί, έτσι, αδύνατος ο εντοπισμός τους.
Ότι οι ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης, αποτελούν παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεών της, τα όρια των οποίων καθορίζονται από τους νόμους και το Σύνταγμα, αλλά και αδικοπρακτική συμπεριφορά, συνεπεία δε τούτων προσβλήθηκε παράνομα η προσωπικότητά του και υπέστη, ως εκ τούτου ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, καθόσον παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμά του σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών, γεγονός που είχε επιπτώσεις και στην υπηρεσιακή του εξέλιξη, ενώ κατέστη αδύνατη η ανεύρεση των αυτουργών των υποκλοπών των τηλεφωνικών του συνομιλιών.
Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά την νομότυπη παραίτηση, κατ’ άρθρα 294 εδ. α`, 295 παρ. 1 εδ. α` και 297 του ΚΠολΔ, από το δικόγραφο της αγωγής, ως προς τον δεύτερο των εναγομένων …….. και τον παραδεκτώς γενόμενο, κατ’ άρθρα 223, 294, 295 παρ. 1 εδ. β` και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, με σχετική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του, τις οποίες νομότυπα και εμπρόθεσμα κατέθεσε, κατά τη προφορική συζήτηση της αγωγής, ζήτησε, επικαλούμενος τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της πρώτης των εναγομένων, αλλά και λόγω της περιγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000,00) ευρώ, από το αρχικώς αιτηθέν με την αγωγή ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της και της εξ’ αυτής προερχόμενης προσβολής της προσωπικότητάς του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Απόφαση του δικαστηρίου επί της ανωτέρω αγωγής
Το δικαστήριο δέχθηκε τελικά εν μέρει την αγωγή αυτή, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση, τέλος δε επέβαλε εις βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το ύψος των οποίων προσδιόρισε στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου, παραπονούνται και τα δύο διάδικα μέρη, με τις υπό κρίση αντίθετες εφέσεις τους για τους ειδικότερα εκτιθέμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητούν, κατά παραδοχή των λόγων αυτών, η μεν εκκαλούσα – εναγομένη, να εξαφανισθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά τις γενόμενες δεκτές διατάξεις της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή και να καταδικασθεί ο αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ο δε εκκαλών – ενάγων να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του και να καταδικασθεί η αντίδικός του στη δικαστική του δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Οι εφέσεις
Στην κρινόμενη περίπτωση και σύμφωνα με τις αμέσως προηγούμενες νομικές σκέψεις, η ένδικη αγωγή, έχοντας το προεκτιθέμενο αναλυτικά στην αρχή της παρούσας ιστορικό, περιεχόμενο και αίτημα, είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της στις προδιαληφθείσες στη νομική σκέψη διατάξεις και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ και δη αναφέρονται οι εκ μέρους των οργάνων της εναγομένης εταιρείας ενέργειες, που συνιστούν παράνομη και υπαίτια εις βάρος του ενάγοντος συμπεριφορά, χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, επιπλέον στοιχεία για την θεμελίωσή του ασκουμένου δικαιώματος.
Ειδικότερα, αναφέρει ο ενάγων τις πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της εναγομένης, σχετικά με την διασφάλιση του προστατευόμενου από τους ανωτέρω αναφερθέντες κανόνες δικαίου δικαιώματος του περί προστασίας του απορρήτου της επικοινωνίας, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ αυτών και του επελθόντος αποτελέσματος, ήτοι της προσβολής της προσωπικότητάς του και την, συνεπεία αυτής, πρόκληση ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας σαφώς προσδιορίζεται στην αγωγή, αλλά και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών και δεν ήταν αναγκαίο να επιμερίσει το ποσό της αιτουμένης χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη, συνεπεία της περιγραφομένης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης, με βάση τις επικαλούμενες από αυτόν διατάξεις στις οποίες θεμελιώνει τον παράνομο χαρακτήρα των πράξεων και παραλείψεων της αντιδίκου του, καθόσον η επικαλούμενη εις βάρος του αδικοπραξία , είναι μία και ενιαία, ανεξαρτήτως της πολλαπλής νομικής θεμελίωσης του παρανόμου χαρακτήρος της συμπεριφοράς της.
Έτσι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγομένης – εκκαλούσας, ο ενάγων δεν είχε υποχρέωση να αιτηθεί ξεχωριστό ποσό χρηματικής ικανοποίησης για κάθε μία εκ των φερομένων ως παραβιασθεισών διατάξεων, ούτε και να προσδιορίσει τα γεγονότα από τα οποία προκύπτει η βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του και με ποιόν τρόπο εβλάβη, λόγω των υποκλοπών των τηλεφωνικών του συνδιαλέξεων, η σταδιοδρομία του και η υπηρεσιακή του εξέλιξη, ούτε να προσδιορίσει το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συζητήσεων, που περιήλθε σε γνώση των υποκλοπέων και ποιες συνομιλίες χρησιμοποιήθηκαν εις βάρος του, ούτε, τέλος, να αναφέρει ποια μέτρα ασφαλείας παρέλειψε να λάβει για την παρεμπόδιση εισαγωγής και λειτουργίας του παρείσακτου λογισμικού, στοιχεία άλλωστε τα οποία ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής και, ως εκ τούτου, θα εξετασθούν κατά το στάδιο της κατ’ ουσίαν έρευνας αυτής.
Επομένως, εφόσον και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση, απορρίπτοντας ως αβάσιμη, την και αυτεπαγγέλτως εξεταζομένη από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, σχετική περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής ένσταση, την οποία παραδεκτώς προέβαλε η εναγομένη, κατά την πρωτόδικη δίκη, με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της και την οποία νομότυπα επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με τον πρώτο λόγο της ερευνωμένης εφέσεώς της, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις, όσα δε αντίθετα αυτή υποστηρίζει πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη και του ότι, σε κάθε περίπτωση, το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, τη νομιμότητα και το παραδεκτό της αγωγής (πρβλ. Α.Π. 40/2006 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος», Α.Π. 7/2001, ΕλλΔ/νη 42.925, Α.Π. 103/2001, ΕλλΔ/νη 42.714).
Περαιτέρω, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην αντίστοιχη θέση της παρούσας, αποδείχθηκε ότι μετά την ανακάλυψη του άγνωστου παρείσακτου λογισμικού, το οποίο είχε ήδη λειτουργήσει επί μακρόν – τουλάχιστον από τον Αύγουστο του 2004 – επιτρέποντας στον παράνομο χρήστη να πραγματοποιεί συνακροάσεις , χωρίς οι παρακολουθούμενοι αριθμοί, οι παρακολουθούντες αριθμοί και το κέντρο των παρακολουθήσεων, να εμφανίζονται στους χειριστές του κέντρου της εναγομένης και της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών από άγνωστους δράστες, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας « …….», παρέδωσε στην εναγόμενη δύο λίστες με τους αριθμούς των παρακολουθούμενων τηλεφωνικών συνδέσεων, οι οποίοι κατόπιν δειγματοληπτικού ελέγχου που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για πραγματικούς αριθμούς, που ανήκαν σε πραγματικούς συνδρομητές της, τα στοιχεία των οποίων και ταυτοποιήθηκαν.
[ ……. ]
Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 10-03-2005, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης εταιρείας, ενημέρωσε περί του γεγονότος αυτού το Γραφείο του τότε Πρωθυπουργού, του οποίου οι συνδιαλέξεις επίσης παρακολουθούνταν και παρέδωσε τη λίστα με τα προαναφερόμενα στοιχεία, παρόντος σ’ αυτήν την παράδοση και του τότε Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ο οποίος, ως εκπρόσωπος του αντίστοιχου Υπουργείου, αποτελούσε το συνδρομητή της εναγομένης, όσον αφορά την επίμαχη τηλεφωνική σύνδεση που κατείχε ο ενάγων, η ταυτότητα του οποίου δεν ήταν γνωστή στην εναγομένη, ενώ την επόμενη ημέρα, ο νόμιμος εκπρόσωπός της ενημέρωσε και τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης και τις εισαγγελικές αρχές.
[ ……. ]
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, εξαιτίας της αδικοπραξίας που η πρώτη εναγομένη τέλεσε εις βάρος του και της εκ του λόγου αυτού προσβολής της προσωπικότητάς του, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που αναπτύχθηκαν στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά τα άρθρα 914 και 932 του Α.Κ.
Το ποσό της χρηματικής ικανοποιήσεως, αφού συνεκτιμηθούν οι συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αδικοπραξία, ο βαθμός της υπαιτιότητας που επέδειξε η εναγομένη, η ένταση το είδος και η έκταση της προσβολής , η έλλειψη οποιουδήποτε πταίσματος εκ μέρους του ενάγοντος, η ιδιότητά του ως ανώτατου στελέχους της Ελληνικής Αστυνομίας , γεγονός που ενέτεινε την προσβολή – χωρίς, ωστόσο, να αποδεικνύεται ότι η δημοσιοποίηση των προσωπικών του στοιχείων είχε δυσμενείς επιπτώσεις στην υπηρεσιακή του σταδιοδρομία και συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην αποστρατεία αυτού από την υπηρεσία – καθώς και η εν γένει κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων μερών, πρέπει να καθορισθεί, με βάση την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκομένου σκοπού, στο χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ, το οποίο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων κρίνεται εύλογο (άρθρο 932 του Α.Κ.).
Ο, και πρωτοδίκως υποβληθείς, ισχυρισμός της εναγομένης εταιρείας ότι η αξίωση του ενάγοντος για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του , ασκείται καταχρηστικά και αποσκοπεί στον πλουτισμό του , επιχειρώντας να θεμελιώσει ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής (άρθρο 281 Α.Κ.) δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι τα επικαλούμενα περιστατικά δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, ενόψει του ότι η κατάχρηση στηρίζεται κυρίως στο γεγονός ότι ο ενάγων, ως …….. της Ελληνικής Αστυνομίας, διέθετε την εμπειρία και τη γνώση, ώστε να είναι υποψιασμένος ότι οι κινήσεις του και γενικότερα οι ενέργειές του μπορούν να είναι στόχος παρακολούθησης και έτσι ήταν εξοικειωμένος με τους κινδύνους της υπηρεσίας του, το οποίο και αληθές υποτιθέμενο δεν αναιρεί το δικαίωμά του να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση, από παράνομες και υπαίτιες προσβολές της προσωπικότητάς του.
Ενόψει των παραπάνω παραδοχών, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια παραπάνω κρίση, ως προς την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εκπροσωπούντων την εναγομένη οργάνων της, για την οποία ευθύνεται και η ίδια (άρθρο 71 Α.Κ.) και μετά ταύτα δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης , δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας επιμελώς όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους αποδεικτικά μέσα και, επομένως, απορριπτέοι κρίνονται στο σύνολό τους οι ενιαία εξεταζόμενοι, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και αλληλοσυμπληρούμενοι δεύτερος και τρίτος λόγοι της εφέσεως της εναγομένης – εκκαλούσας.
Κατά το κεφάλαιο, όμως, της εκκαλουμένης απόφασης , με το οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προσδιόρισε, με βάση τα ως άνω κριτήρια, το ύψος της καταβλητέας στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, αντί των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ, στο οποίο προσδιορίστηκε, κατά τα προαναφερόμενα η προβλεπόμενη από το νόμο εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε σ’ αυτόν, από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο εκκαλών, με τον πέμπτο λόγο της ενδίκου εφέσεώς του, όσα δε αντίθετα με τις συγκεκριμένες παραδοχές προβάλλονται από την εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της εφέσεώς της, ζητώντας την επιδίκαση ποσού μικρότερου αυτού που επιδικάστηκε πρωτοδίκως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 11-06-2015 έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης και να επιβληθούν εις βάρος της τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου – ενάγοντος του παρόντος δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, που προκλήθηκαν από την άσκηση της εφέσεώς της αυτής (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί , κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ , όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α` 51/12-03-2012), η εισαγωγή των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, κατά την άσκηση της εφέσεώς της παραβολών, στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Αντίθετα, πρέπει να γίνει δεκτή η από 11-06-2015 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος ως βάσιμη κατ’ ουσίαν.
[ …. ]
Η απόφαση
Στη συνέχεια, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, στο σύνολό της, ήτοι τόσο κατά το άνω εκκληθέν κεφάλαιό της, κατά το μέρος που έσφαλε, όσο και κατά το μέρος, που δεν έσφαλε χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 192/1998 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος», Α.Π. 748/2004, ΕλλΔ/νη 26.642, Εφ.Αθ. 1985/2007 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος»), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαίως για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, για κατ’ ουσίαν εκδίκαση της ένδικης αγωγής, η οποία είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις αναφερόμενες στη νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (άρθρο 346 Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012 και ισχύει από 02.04.2012) από την επομένη ημέρα που έγινε η επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση , εφόσον για το κεφάλαιο της τοκοφορίας του αγωγικού κονδυλίου δεν προσβλήθηκε ειδικώς η πρωτόδικη απόφαση με λόγο έφεσης από τον ενάγοντα (άρθρο 522 του ΚΠολΔ)”.
Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση, Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση, Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση, Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση, Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση, Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση, Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση, Προσωπικα δεδομενα αποζημιωση