ψευδορκία μάρτυρα
ψευδορκία μάρτυρα. Σε υπόθεση η οποία εκδικάστηκε στο δικαστήριο του Αρείου Πάγου (Ποινικό τμήμα) με εγκλήματα όπως αυτά της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρος κατά Συρροή και της ψευδής ανώμοτης κατάθεσης κατ΄ εξακολούθηση, το δικάσαν δικαστήριο πριν την έκδοση της υπ’αριθμ. 1619/2011 απόφασής του προεξέθεσε τα παρακάτω αναφορικά με το πότε πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 225 παρ.1 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 παρ.2 του ν.3327/2005 (ΦΕΚ Α`70/11.3.2005) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης απαιτείται:
α) ο διάδικος ή ο μάρτυρας να καταθέτει χωρίς όρκο ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει.
Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 του Π.Κ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ.1 αυτού από το άρθρο 1 παρ.1 του ν.3327/2005, όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται σε όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, ενώ μετά την αντικατάσταση της ως άνω διατάξεως της παρ.1 του ιδίου άρθρου του Π.Κ. με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.3327/2005 ο δράστης της πράξεως της παρ.2 του άρθρου 224 Π.Κ. τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται:
α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του,
β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και
γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνιστά στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
Η ένορκη κατάθεση του δράστη αυτού του εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε.
Θεωρείται αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό που κατατίθεται όταν είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και προς εκείνο που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή από διηγήσεις τρίτων πληροφορήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε. Από την ίδια διάταξη προκύπτει επίσης ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίνεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας, θεωρείται δε ως αρμόδια αρχή εκείνη, ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά διάταξη του νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση ορισμένης διαφοράς.
Εξάλλου, ο Ειρηνοδίκης είναι αρμόδιος να λαμβάνει ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, εφόσον αυτές πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως σε δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (μετά την τροποποίηση του άρθρου 270 ΚΠολΔ με το άρθρο 12 του ν.2915/2001 και το άρθρο 7 ν.3043/2002) οπότε, αν τα βεβαιούμενα σ`αυτές είναι ψευδή πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση, του ανωτέρω εγκλήματος.
Πρέπει, όμως, για να μπορούν να ληφθούν υπόψη αυτές οι ένορκες βεβαιώσεις, ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ.2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, διότι διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά περιέχονται σε αυτές.
Κατά δε το άρθρο 46 παρ. 1 περ.α` του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται αντικειμενικώς η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη η οποία συνιστά την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε.
Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεως του με το φυσικό αυτουργό.
Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών αρκεί δε και ενδεχόμενος, εκτός εάν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ` του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ`αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Το δικαστήριο της ουσίας για να μην υποπέσει στην πλημμέλεια της ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας όταν κρίνει επί της ενοχής κατηγορουμένου για εγκλήματα όπως η ψευδής ανώμοτη κατάθεση και η ψευδορκία μάρτυρα, ως προς το ψευδές των κατατεθέντων περιστατικών πρέπει να ερευνήσει και να αναφέρει περιστατικά, πέρα από αθωωτική απόφαση για το πρόσωπο που καταγγέλθηκε ως δράστης αξιοποίνου πράξεως από εκείνον που εξετάσθηκε ανωμοτί ή από τον εξετασθέντα ενόρκως ως μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, ενώ επιπλέον πρέπει να αιτιολογήσει ειδικώς, διαλαμβάνοντας στην απόφασή του τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, την ύπαρξη αμέσου δόλου του δράστη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της ψευδορκίας μάρτυρα καθώς και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή ως προς τη γνώση εκ μέρους του υπαιτίου της αναληθείας των περιστατικών που κατέθεσε ή αρνήθηκε ή απέκρυψε.
Υπάρχει, όμως, στην τελευταία αυτή περίπτωση αυτή η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση αυτή, περιστατικών (Α΄ Δημοσίευση Νόμος).
ψευδορκία μάρτυρα, ψευδορκία μάρτυρα, ψευδορκία μάρτυρα, ψευδορκία μάρτυρα, ψευδορκία μάρτυρα, ψευδορκία μάρτυρα, ψευδορκία μάρτυρα, ψευδορκία μάρτυρα